- βραχυβιότης
- βρᾰχῠ-βῐότης, ητος, ἡ,A shortness of life, Arist.Pr.964a35 (he also wrote περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος); of plants, Thphr.HP4.13.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραχυβιότης — shortness of life fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητα — βραχυβιότης shortness of life fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητας — βραχυβιότης shortness of life fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητος — βραχυβιότης shortness of life fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυβιότητα — η (AM βραχυβιότης) μικρή διάρκεια ζωής, ολιγοζωία … Dictionary of Greek